εμπρησμός

εμπρησμός
ο (AM ἐμπρησμός)
νεοελλ.
εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτηση («εμπρησμός καταστήματος»)
αρχ.-μσν.
πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπρησμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπρησμός — ο 1. πυρπόληση πράγματος. 2. η πυρκαγιά που προκαλείται εκούσια, από την οποία μπορεί να κινδυνέψουν ξένα πράγματα ή άνθρωποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπρησμοῖς — ἐμπρησμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρησμοί — ἐμπρησμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρησμοῦ — ἐμπρησμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρησμούς — ἐμπρησμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρησμῶν — ἐμπρησμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρησμῷ — ἐμπρησμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρησμόν — ἐμπρησμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”